- παράστημα
- το, ΝΑ, δωρ., βοιωτ. και αρκαδ. τ. παράσταμα και μτγν. τ. παράστεμα Α [παρίσταμαι]νεοελλ.η εξωτερική εμφάνιση τού ανθρώπου, το παρουσιαστικό, η κορμοστασιά, η στάση τού σώματός του, ιδίως κατά το βάδισμααρχ.1. άγαλμα τοποθετημένο δίπλα σε άλλο άγαλμα2. παραστάς*, το διάστημα που περιλαμβάνεται μεταξύ τών δύο παραστάδων θύρας ή παραθύρου3. έξαρση, έμπνευση, φρόνημα, θάρρος («θείῳ τινὶ παραστήματι κινηθεῑσα», Δίον. Αλ.)4. στον πληθ. τὰ παραστήματα(φιλοσ.) αρχές, γνωμικά, αξιώματα, ρητά5. (για χρόνο) η παρούσα στιγμή.
Dictionary of Greek. 2013.